- ξιδιάζω
- 1. μετ. приправлять, заливать уксусом;2. αμετ. скисать, прокисать (о вине), превращаться в уксус
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξιδιάζω — 1. παρασκευάζω κάτι με ξίδι, βάζω κάτι στο ξίδι, τό κάνω ξινό, τού προσδίδω ξινή γεύση 2. (για κρασί) αλλοιώνομαι, ξινίζω, γίνομαι ξίδι («το κρασί ξίδιασε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίδι. Η γρφ. ξειδιάζω είναι εσφ. (βλ. λ. ξίδι)] … Dictionary of Greek
ξιδιάζω — ξίδιασα, ξιδιασμένος 1. μτβ., κάνω κάτι να γίνει ξινό. 2. αμτβ., για κρασί, χαλνώ, γίνομαι ξίδι, ξινίζω: Τα σταφύλια δεν ήταν ώριμα και το κρασί ξίδιασε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξίδιασμα — το [ξιδιάζω] 1. (για εδώδιμα) τοποθέτηση μέσα σε ξίδι, παρασκευή με ξίδι 2. αλλοίωση που υφίστανται οι διάφορες τροφές, ξίνισμα … Dictionary of Greek
ξειδιάζω — (εσφ. γρφ.) ξιδιάζω … Dictionary of Greek
ξυδιάζω — (εσφ. Υρφ.) ξιδιάζω … Dictionary of Greek